πενάκι

πενάκι
και παλ. γρφ. πεννάκι, το [πένα (Ι)]
1. υποκορ. τής πένας (Ι)
2. ειδική λεπτή πένα σχεδίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τζιρόλαμο ντα Τρεβίζο, ο Πρεσβύτερος — (Girolamo da Treviso, Τρεβίζο περ. 1450 – 1496). Ιταλός ζωγράφος. Αδελφός ίσως του ζωγράφου Πιερ Μαρία Πενάκι, έχουμε πληροφορίες γι’ αυτόν από το 1455. Στις εργασίες του στο Σαν Τζιρόλαμο (1475) στον οίκο Πικινέλι στο Μπέργκαμο και στην Πιετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”